- πολεοδόμος
- ο, ηο ειδικευμένος στην πολεοδομία επιστήμονας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολεοδόμος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικός στην πολεοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, εως + συνδετικό φωνήεν ο + δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω»), πρβλ. οικο δόμος] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… … Dictionary of Greek
Γκαρνιέ, Τονί — (Tony Garnier, Λιόν 1869 – Λα Μπεντούλ 1948).Γάλλος πολεοδόμος και αρχιτέκτονας. Η φήμη του ως πολεοδόμου συνδέεται με τη μελέτη του (1901 4) για τη Βιομηχανική Πόλη (Cité industrielle),στην οποία περιέχονται όλα τα στοιχεία της ορθολογιστικής… … Dictionary of Greek
Κόστα, Λούθιο — (Lùcio Costa, Τουλόν, Γαλλία 1902 – Ρίο ντε Τζανέιρο 1998). Βραζιλιάνος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό αρχιτεκτονικό ορθολογισμό, υπήρξε ο εμψυχωτής μιας ομάδας νέων που διέδωσαν στη Βραζιλία τις αντιλήψεις του Λε… … Dictionary of Greek
Τάνγκε, Κέντζο — (Τόκιο 1913). Ιάπωνας αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Ο Τ. προσπαθεί να συμφιλιώσει την ιαπωνική οικοδομική παράδοση με τις αισθητικές και κοινωνικές αντιλήψεις της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Επηρεασμένος βαθιά από την ορθολογιστική ποιητική του Λε… … Dictionary of Greek
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek